- κωλαγρέτης
- κωλαγρέτης, ὁ (Α)βλ. κωλακρέτης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κωλαγρέτης — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωλαγρέται — κωλαγρέτης masc nom/voc pl κωλαγρέτᾱͅ , κωλαγρέτης masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωλακρέται — κωλαγρέτης masc nom/voc pl κωλακρέτᾱͅ , κωλαγρέτης masc dat sg (doric aeolic) κωλακρέτης masc nom/voc pl κωλακρέτᾱͅ , κωλακρέτης masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωλακρετῶν — κωλαγρέτης masc gen pl κωλακρέτης masc gen pl κωλακρετέω to be a pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωλακρέτην — κωλαγρέτης masc acc sg (attic epic ionic) κωλακρέτης masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωλακρέτης — κωλαγρέτης masc nom sg κωλακρέτης masc nom sg κωλακρετέω to be a imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωλακρέτου — κωλαγρέτης masc gen sg κωλακρέτης masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωλακρέτης — και κωλαγρέτης, ὁ (Α) 1. τίτλος άρχοντα τής αρχαίας Αθήνας, καθώς και άλλων πόλεων, ο οποίος ασχολούνταν με τα οικονομικά τής πόλης 2. φρ. «κωλακρέτου γάλα» (κωμικά) δικαστικός μισθός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κωλαγρέτης, με αφομοιωτική τροπή τού γ σε κ ,… … Dictionary of Greek
κωλακρέτας — κωλακρέτᾱς , κωλαγρέτης masc acc pl κωλακρέτᾱς , κωλαγρέτης masc nom sg (epic doric aeolic) κωλακρέτᾱς , κωλακρέτης masc acc pl κωλακρέτᾱς , κωλακρέτης masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
КОЛАКРЕТЫ — • Κωλακρέται (от κωλη̃), бедренная кость, и αγείρω, поэтому более древняя форма κωλαγρέτης, первоначально собиратели тех кусков жертвенного животного, которые назначались для приношения богам, распорядители известных народных… … Реальный словарь классических древностей